Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Kafasina Gore Τεύχος 16: Γεια.

Όταν έφυγα από το σπίτι κοίταξα στο γραμματοκιβώτιο. Εδώ και έξι μήνες, η από 20ετίας φίλη μου δεν μου είχε γράψει τίποτα. Η φίλη μου, η οποία ήταν μάρτυρας των πιο σημαντικών στιγμών της προσωπικής μου ζωής. Εκατοντάδες φράσεις που δεν θα μπορούσα ποτέ να πω στον εαυτό μου. 
Πριν από είκοσι χρόνια σε μια σχολική αίθουσα συνδεθήκαμε , προσεγγίσαμε τα 500 χιλιόμετρα μεταξύ μας με ένα λευκό χαρτί . Ο καθηγητής λογοτεχνίας είχε μια τσάντα με φίλους δι’αλληλογραφίας λες και ήταν μπάλες του μπίνγκο. Ήταν μια κουραστική και περιττή αγγαρεία για όλους εμάς. Δεν μπόρεσα να στείλω γράμμα με ευχές για Καλή Χρονιά μετά το γράμμα μου στον Αη-Βασίλη . Κατά τη διάρκεια της τελευταίας μισής ώρας του μαθήματος , όλη η τάξη έγραψε γράμμα σε κάποιον άγνωστο .Τι μπορείς να γράψεις σε κάποιον που δεν ξέρεις; Γράφεις «Γεια», γράφεις «Είσαι καλά;». Βάζεις μια τελεία , περιμένεις, σκέφτεσαι, και μετά γράφεις... Είπα τα πάντα για μένα σε ένα γράμμα δύο σελίδων . Κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι να γράψεις κάτι σε κάποιον που δεν ξέρεις ποιος είναι. Όλοι στην τάξη μουντζούρωσαν κάτι πάνω στο χαρτί.
Υπήρχαν επίσης περιλήψεις μισής σελίδας μιας μεγάλης περίληψης του αγώνα Μπεσικτάς-Φενερμπαχτσέ. Καταρχήν, ήταν πολύ σημαντικό να γράψουμε σύμφωνα με τους κανόνες. Το περιεχόμενο του γράμματος έμεινε στο παρασκήνιο. Δεν ξέρω πώς να αποφύγω τη δημιουργία ενός σχεδίου , σχεδιάζοντας με τον χάρακα τις γραμμές στη σελίδα. Αισθανόμουν τόσο άσχημα που το έκανα αυτό διότι δεν μου αρέσουν αυτοί οι κανόνες. Ήταν εντάξει να γράψεις ένα γράμμα αν έγραφες αυτό το γράμμα σε ένα πρόσωπο. Όλοι στην τάξη έστελναν γράμματα γράφοντας στους φακέλους τις διευθύνσεις που μας έδωσε ο δάσκαλος, σαν να ήταν φάκελοι από ψηφοδέλτια . Υπήρχαν στιγμές που ζήλευα την τεχνολογία. Όλη η τάξη θα το εκτιμούσε αν παίρναμε μια ομαδική σέλφι (selfie) την ώρα που χαρούμενοι γλείφαμε και κολλάγαμε τα γραμματόσημα στον φάκελο . 
Μετά από λίγο έφτασε η απάντηση στα σπίτια μας. Θυμάμαι να διαβάζω το γράμμα στο αχνό φως, στο σπίτι. Το Σαββατοκύριακο έφαγα το φαγητό μου διαβάζοντας το γράμμα στην άνεση του κρεβατιού μου . Δεν θα σας πω ψέματα άνοιξα με περιφρόνηση το γράμμα ενός μικρού κοριτσιού.

Ξεκίνησε λέγοντας «Γεια»... Δεν είχα συνηθίσει να μιλάω για τον εαυτό μου , θα μπορούσε να υπάρχει στο δωμάτιο μου χωρίς να λέει τίποτα για μένα . Το θέμα ήταν να έχεις την ικανότητα: αν κάποιος είναι καλός με τις λέξεις μπορεί να είναι ικανός να δημιουργήσει αυτό το συναίσθημα χωρίς να το ξέρει. Για μέρες σκεφτόμουνα τις συλλαβές από τις προτάσεις που είχε γράψει . Ήταν ενδιαφέρον να φαντάζεσαι μια γλώσσα με τις φράσεις της. Ήμουν περίεργος για τη ζωή της , την ένταση των ματιών της , τη φωνή της . 

Χωρίς να χάσω χρόνο κάθισα μπροστά σε μια στοίβα λευκά χαρτιά και άρχισα να γράφω. «Γεια» , έγραψα με ενθουσιασμό, χρησιμοποίησα εκατοντάδες λέξεις για μένα χωρίς να λέω τίποτα για τον εαυτό μου. Ήταν ωραίο να αφήνεις να πέφτουν οι εικόνες που βλέπεις μέσα από τις προτάσεις που μοιράζεσαι . Οι μυστικές πόρτες της ψυχής μου άνοιξαν και νέες πόρτες εμφανίστηκαν στους νέους διαδρόμους.Όσο της έγραφα, έφτιαξα μια φιλία με τον καινούργιο μου εαυτό. Όσο περισσότερο της έγραφα τόσο περισσότερο ένιωθα ότι ήμουν εγώ. Μερικές φορές μοιράζεσαι ένα ψωμί, ένα βάσανο, μερικές φορές είναι το μάννα που ακολουθεί τις προτάσεις. Δεν έχει σημασία ποιοι είμαστε ,τα γραπτά μας τα λένε όλα. Καθώς περνούσε ο καιρός οι προτάσεις άρχισαν να αλληλοσυμπληρώνονται. Είχαμε κάνει μια συμφωνία, δεν θα ανταλλάζαμε ποτέ φωτογραφίες. Η τεχνολογία θα προχωρήσει,το διαδίκτυο θα γίνει μια προσωπική τράπεζα πληροφοριών ,αλλά εμείς δεν θα συναντηθούμε εκεί , δεν θα συναντηθούμε. Είχαμε μια διεύθυνση , ένα όνομα , ένα επίθετο , και κάτι περισσότερο από αυτά: είχαμε τα γραπτά μας.

Το γυμνάσιο τελείωσε, άρχισε το πανεπιστήμιο, νέοι άνθρωποι και νέα συναισθήματα ήρθαν στη ζωή μας. Το να συναντηθούμε σε ένα καφέ και να παραγγείλουμε ένα φλιτζάνι τσάι , σήμαινε να χαλάσουμε όλες τις φράσεις που είχαμε.Ίσως και οι δύο να μην είμαστε ειλικρινείς. Παίζαμε ο ένας με τον άλλον . Θα μπορούσα να γράψω τις λέξεις του άντρα που θα ήθελα να ήμουν... Οι προτάσεις μας ήταν παρόμοιες , μοιάζαμε με παντρεμένο ζευγάρι εδώ και πενήντα χρόνια . Πεντακόσια μίλια μακριά υπήρχε κάποιος που μου έμοιαζε, αισθανόμουν ότι δεν ήμουν μόνος μου. Ο άνθρωπος δεν είναι μια μοναχική οντότητα, θα έπρεπε να το είχα καταλάβει όταν διάβασα το πρώτο γράμμα είκοσι χρόνια πριν. Ο καθηγητής της λογοτεχνίας μου, μου έδωσε κάτι πιο ξεχωριστό. Δεν θυμάμαι αν οι άλλοι έγραψαν δεύτερο γράμμα, αλλά η τύχη μου ήρθε από το σχέδιο του καθηγητή μου. 

Όταν έφευγα από το σπίτι, κοίταξα πάλι το γραμματοκιβώτιο . Γιατί δεν μου γράφει; Δεν θέλω να κάνω στον εαυτό μου αυτή την ερώτηση. Κάθισα και έγραψα τις ημερομηνίες από τα γράμματα που έστειλα . Έστελνε γράμμα κάθε δύο με τρεις μήνες . Έγραψα ένα ακόμα γράμμα μετά από το τρίτο και το έστειλα . Αν είχε αλλάξει διεύθυνση θα με ενημέρωνε αμέσως. Ήταν 5 χρόνια παντρεμένη και πριν από λίγο καιρό είχε χωρίσει. Ακόμα και όταν ήταν παντρεμένη μπορούσαμε να γράφουμε ο ένας στον άλλον. Δεν ξέρω αν ο άντρας της θα ζήλευε βλέποντας αυτά που γράφαμε στα γράμματα μας. Δεν μου έδωσε αυτή την αίσθηση. Αν ο πρώην άντρας της διάβαζε αυτά που γράφαμε θα έβλεπε δυο καλούς ανθρώπους που προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι. Ίσως ξαναπαντρεύτηκε. Ο ζηλιάρης σύζυγος διάβασε αυτά που γράφαμε. Μιας και δεν θέλω να είμαι η αιτία των οικογενειακών προβλημάτων της, έβγαλα αυτές τις παράλογες σκέψεις από το μυαλό μου. 

Όταν έφυγα από το σπίτι, κοίταξα πάλι το γραμματοκιβώτιο. Δεν θέλω να αφήσω αυτές τις ερωτήσεις να στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου. Οργάνωσα ένα σχέδιο με απροσδόκητη ταχύτητα. Η δι'αλληλογραφίας φίλη μου ζούσε στη Σμύρνη . Αυτά τα είκοσι χρόνια δεν είχαμε μικρύνει την απόσταση των 500 χιλιομέτρων μεταξύ μας. Θα μπορούσα να οργανώσω σύντομες διακοπές και μετά να το σκηνοθετήσω . Είχα μια διεύθυνση, ένα όνομα και ένα επίθετο , αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος ότι ήταν αληθινά. Έμεινα σε ένα ξενοδοχείο στη Σμύρνη κοντά στη διεύθυνση της. Προσπαθούσα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό που μου προκαλούσαν αυτές οι διακοπές.

 Αισθανόμουν σαν μυστικός πράκτορας οργάνωσης... Όταν θα βρισκόμουν μπροστά της θα της έλεγα τι είχα κάνει. Ο ενθουσιασμός μου κολλημένος ανάμεσα στην καρδιά μου και τη γλώσσα μου μου προκαλούσε αδυναμία στο να καταπιώ . Ίσως έπρεπε να επιστρέψω . Δεν έπρεπε να είχα έρθει εδώ. Ζούσα κι εγώ με τις αναμνήσεις, με τις λέξεις που άφησα στον ωκεανό της μνήμης μου . Το να μην ξέρεις κάτι δεν σε κάνει αδαή, ήταν στα αλήθεια όμορφο. Υποσχόταν μια αγνή ευτυχία.

 Επειδή δεν ήξερα το πρόσωπο της, δεν θα μπορούσα να καταλάβω πόσο άλλαξε το πρόσωπο της, πόσο ζάρωσε το βλέμμα της . Παρόλο που έψαξα το όνομά της πολλές φορές στο διαδίκτυο , δεν μπόρεσα να βρω μια φωτογραφία ή άλλες πληροφορίες με λεπτομέρειες εκτός από τη δουλειά της. Δεν θα μπορούσε να φύγει σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ. Τη δεύτερη μέρα μου στη Σμύρνη, όταν πήγα  στην διεύθυνσή της χωρίς να χάσω χρόνο έγραψα ένα γράμμα για να τιθασεύσω τη συγκίνηση.  Χτύπησα το κουδούνι , περίμενα , χτύπησα το κουδούνι, περίμενα , και καθώς κανένας δεν άνοιγε την πόρτα, χτύπησα το κουδούνι μιας διπλανής πόρτας.

 Μια ηλικιωμένη γυναίκα μου άνοιξε. Η ηλικιωμένη γυναίκα είπε ότι οι γείτονες της μετακόμισαν αν και δεν θυμόταν το όνομα αυτών που ζούσαν στο άδειο σπίτι . Χτύπησα όλα τα κουδούνια και τους ρώτησα έναν προς έναν. Έπρεπε να ήμουν πολύ διακριτικός, δεν μπορούσα να ρωτήσω πολλές λεπτομέρειες . Κανένας δεν ήξερε πού είχε μετακομίσει. Όσο θυμόμουν από τα γράμματά της αυτό ήταν το σπίτι της τα τελευταία δύο χρόνια. Ζούσε μόνη της σύμφωνα με τον συνδυασμό από τις απαντήσεις των γειτόνων. Ο ιδιοκτήτης ήταν κάποιος που δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Αισθάνθηκα ανακούφιση . Ένιωθα ότι κατείχα κάποιο είδος πρωτόγονου κώδικα και δεν ήθελα καν να το παραδεχτώ. Ρώτησα στο παντοπωλείο, στο μανάβικο , στον μεσίτη της γειτονιάς δεν υπήρχε απάντηση στην ερώτηση μου.

Μια εβδομάδα μετά επέστρεψα σπίτι μου . Τα μάτια μου έπεσαν πάλι στο γραμματοκιβώτιο. Ενώ σκεφτόμουν ότι έπρεπε να τελειώνω με αυτή τη δουλειά ένα κομμάτι λευκό χαρτί κρυφοκοιτούσε μέσα από την κλειδαριά . 

«Γεια... είμαι η φίλη σου δι'αλληλογραφίας. Ερχόμουν κάθε μέρα εδώ και μια εβδομάδα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω. Ξέρω δεν μπόρεσα να γράψω γράμμα εδώ και έξι μήνες . Η διεύθυνση του σπιτιού μου άλλαξε. Αν την Κυριακή είσαι ελεύθερος ,υπάρχει ένα καφέ που σου αρέσει πολύ, συνάντησε με εκεί.  Στις 2, ελπίζω να δεχτείς τη συγνώμη μου...» Κάποιος μου έκανε πλάκα ή έπαιζα ένα παιχνίδι με το ίδιο μου το μυαλό. Εκείνη την ημέρα δεν έφυγα από το σπίτι ελπίζοντας ότι θα ερχόταν πάλι. Από την άκρη του παραθύρου κοίταζα έξω στον δρόμο για να βρω τον άνθρωπο που θα μπορούσε να με παρακολουθεί . Ήμουν ξύπνιος όλη τη νύχτα. Δεν έφαγα ούτε πρωινό εκείνη την Κυριακή γιατί ήθελα να φτάσω νωρίς στη συνάντηση. Δόξα τω Θεώ που δεν είχα συνεχίσει τις διακοπές. Το μεταφυσικό μέσα μου είχε κάνει πάλι σωστό υπολογισμό. 

Όταν μπήκα στο καφέ σκάναρα τον χώρο με τα γυαλιά κολλημένα στα μάτια μου. Μπορεί να καθόταν από νωρίς σε ένα τραπέζι. Δεν υπήρχε κανένας ύποπτος στο πλήθος εκτός από τους συνηθισμένους της Κυριακής. «Μπορώ να έχω ένα φλιτζάνι τσάι;» Ο σερβιτόρος έκανε πως δεν καταλάβαινε τι είπα , άφησε στο τραπέζι ένα χαρτί που είχε στα χέρια του και μου συμπεριφέρθηκε σαν αδελφός και είπε: «Μια κυρία ήθελε να σου δώσω αυτό το χαρτί». Σκέφτηκα ότι με κοίταζε από κάποια γωνία και δεν διάβασα το χαρτί.

 «Πού είναι τώρα;»
 «Ήρθε νωρίς το πρωί, άφησε το χαρτί και έφυγε.»
«Πώς ξέρεις ότι είμαι εγώ;»
«Αδελφέ, είσαι παλιός πελάτης εδώ, ξέρω το όνομά σου, ξέρω.»
 Νόμιζα ότι ήταν μέρος ενός παιχνιδιού. Σαν παιδί που το έπιασαν στα πράσα σε ένα παιχνίδι, το πρόσωπο μου πήρε μια λίγο βουρκωμένη έκφραση . Πήρα το χαρτί στο χέρι μου κοίταξα ξανά αριστερά. Με παρακολουθούσε από κάπου. 
«Γεια, νομίζω ότι θα ήταν πιο σωστό να μην συναντηθούμε. Έχουμε δώσει μια υπόσχεση. Ας μείνουνε με τα γραπτά μας...Εδώ έχω την καινούργια μου διεύθυνση. 
Είμαι η φίλη σου δι'αλληλογραφίας.»
     ----------------------------------------------------------------------------------------------
Translated to Εnglish, edited and revised by Engin Akyürek Puerto Rico - Akyürek Puerto Rico. 
Hello (Merhaba) a short story by Engin Akyürek

When I left home I looked in the mail box. For six months, my 20-Year-old friend had never written to me. My friend, witness of the most important moments of my personal life. Hundreds of phrases I could never tell myself. Twenty years ago in a school hall we were accidentally connected, we approached 500 miles between us on a white paper. Our Professor of Literature had a bag of mail friends like they were's balls. For us it was a painful and unnecessary duty. I couldn't send a letter with happy new year after my card to Santa. 
During the last half hour of class, the whole class wrote a letter to a stranger. What can you write to someone you don't know? You Write -Hello, you write -Are you okay? You put a great one, you wait, you think, and you say... In a two page letter I said everything about me. I realized the difficulty of writing something to someone you don't know. Everybody in the class asks about something. There were also a large summary of the Beşiktaş-Fenerbahçe game, it was very important to write the rules correctly. I don't know how to avoid creating a plan, planning a rule on the architecture of the page. I felt so bad, because I don't like the rules. It was okay to write a letter if you were to write to a person you know. Everyone in the class sent the letters by putting the address the teacher gave us in the envelopes, like they were ballots envelopes. There were moments when I was jealous of the technology. The whole class would appreciate it if we could have taken a collective selfie while we were happily licking and pasting the stamps in the mail. 
After a while, the answer came to our homes. I remember reading the letter with a soft light at home, in the comfort of my bed. I ate my weekend foods reading the letter . I'm not going to lie to you. I opened the letter of a little girl. -Hello, I started saying... I wasn't used to talking about myself, I could be in my room without saying anything. The point was to have your own skill, if someone who was good with words might be able to create this feeling, I did not know it. For days I have been thinking about the syllables from the suggestions I wrote. I was curious about her life, the intensity of her eyes, her voice. 
Without wasting time I sat there with a bunch of white papers and started writing, 
-Hello. 
I wrote with enthusiasm, I used hundreds of words without saying anything about myself. It was nice to talk about the pictures you see through the sentences. The secret doors of my soul opened and new doors appeared in the new corridors. The more I wrote, the more I understood myself and became friends. Sometimes you share a bread, another pain, sentences fall like manna. No sign of who we are, the sentences say everything. Over the years, the proposals have been age each other. We had a deal, we never exchanged pictures. Technology progressed, the internet became a personal intelligence bank, but we will never meet in it, we will not meet. We had an address, a name, a last name, and something more, we had the phrases. 
High School was over, College started, young people came into our lives, new feelings. To meet at a coffee and order a cup of tea, we had to gather all the suggestions we had. Maybe we are not being honest. We played each other. I could write about the man I wanted to be. We wrote identical, looked like an old married couple years old. Miles away there was someone who looked like me, I had the feeling I wasn't alone. Man is not a lonely entity, I understood that when I read the first letter years ago. The Professor of literature gave me something special. I don't remember if the others wrote a second letter, but my luck changed from my teacher's plan. 
When I left the house I looked back at the mailbox... Why she doesn't write me? I don't want to ask myself that question. I wrote the dates of the letters I sent in my calendar. He sent a letter every two to three months. I wrote one more letter after the third and I sent it. If she had changed the address, she would have informed me immediately. She was married for 5 years and divorced shortly after. Even, when she was married, we could write to each other. I don't know if her husband was jealous of what we were talking about in our letters. She didn't give me that feeling. If her ex-husband I would have read the stuff we were writing, he would see two good people trying to get better. Maybe she remarried and her jealous husband read what we wrote. Since I don't want to be the cause of her family's problems, I removed these irrational thoughts out of my head. 
When I left the house, I still look at the mail box. I don't want to let that question spin in my head. I made a plan with unexpected speed. My friend lives in Izmir. These 20 years haven't narrowed down the distance of 500 miles. I could take a little vacation and put my plan into practice. I had an address, name and last name, but it couldn't have been real. I stayed at a hotel in Izmir near the address. I tried to restrain the enthusiasm that this holiday caused me. I felt like a secret agent. When I was in front of her, I'd say what I did. My enthusiasm had taken my breath away, I couldn't even swallow. I guess I had to go back. I shouldn't have come. Living with the memories, with all the words she left me in the ocean of memories. Not knowing anything doesn't make you happy, it really was beautiful. The promise of pure happiness. Because I didn't know her face, I couldn't understand how her face changed, how much her eyes were shining. Even though I ran her name on the internet, I couldn't find a picture or any other information except her work. He could have gone as if he never existed. 
In my second day, when I got the address without wasting time, I wrote a letter to include all my feelings. I rang the bell, I waited, I rang the bell, I waited, no one opened the door. I rang the doorbell of a neighbor, an old woman opened me up. The woman said that her neighbors moved in and she didn't know the name of the people who lived in the house. I rang all the bells and asked them all. They should have trusted me. I didn't ask too many details. Nobody knew where he moved. As long as I knew of her letters, it was her home for 2 years. She lived alone, according to the combination of the neighbors' responses, the owner was someone who wasn't married. I was relieved. I feel comfortable and relaxed. It's an instinct that I didn't dare to admit to myself.
I asked at the grocery store, the grocery store man, the neighborhood manager, there was no answer to my question. After a week I came home. My eyes fell back in the mail box. While I was thinking that I had to finish with this job, a piece of white paper looked through the lock. 
-Hello, I'm your friend, for a week I came every day but I couldn't find you. I know I haven't written a letter in six months. My home address has changed. If Sunday suits you, there's a coffee shop you like very much, meet me there. I hope you accept my apology. 
Someone's making fun of me or my mind was playing games with me. That day I didn't leave the house in the hope that she could come back. From the edge of the window I looked out the way to find the person who could be watching me. I've been up all night. I didn't even eat breakfast. I wanted to get there early. It's a good thing I didn't go on vacation. The Metaphysical in me had made a proper calculation again. When I walked into the cafeteria, I scanned the room with my glasses glued to my eyes. Maybe she was sitting at a table early. There was no suspect in the crowd except the usual. 
-“Can I have a cup of tea?” The waiter didn't understand what I said. He left a paper he had on his hands. 
-"A lady gave me this piece of paper for you". I thought she was on some side and saw me. 
-"Where is she now?". 
-"She came early this morning left this paper and go".
-"How do you know it's for me?".
-"Brother, you're an old client here. I know your name”. 
I thought it was some kind of game. As a child I got caught in this game. My face had a slightly tearfully expression. I looked at the paper in my hand and I looked back to the left. She was watching me from somewhere. 
-Hello, I think it would be more appropriate if we didn't meet, we made a promise. Let's get back to our writings. Here's my new address. I am your pen pal”
Translated to Εnglish, edited and revised by Engin Akyürek Puerto Rico - Akyürek Puerto Rico. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συνολικές προβολές σελίδας